Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απομνημόνευση η [apomnimónefsi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του απομνημονεύω: ~ γεγονότων / κειμένων / αριθμών / χρονολογιών. || αποστήθιση.
[λόγ. < αρχ. ἀπομνημόνευ(σις) `ανακεφαλαίωση΄ -ση κατά τη σημ. της λ. απομνημονεύω]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απομνημόνευση [apomnimónefsi] η, (L)
- ① commitment to memory, learning by heart, memorization (syn αποστήθιση, αποστήθισμα):
- έμμετρη, προφορική, σχολική ~ |
- η αποτελεσματική διδασκαλία δε γίνεται με απομνημονεύσεις αριθμών και ονομάτων (Katsigra)
- ② preservation of the memory of, commemoration (syn απομνημείωση):
- οι άνθρωποι του Aγώνα, μετά το τέλος του, αισθάνονται έτοιμοι για την απομνημόνευσή του (Angelou, adapted)
[fr kath απομνημόνευσις ← K, AG]
- ① commitment to memory, learning by heart, memorization (syn αποστήθιση, αποστήθισμα):