Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απομνημονεύω [apomnimonévo] -ομαι Ρ5.1 : μαθαίνω κτ. και το διατηρώ στη μνήμη μου, το θυμάμαι: ~ ονόματα / αριθμούς τηλεφώνων. Έχει την ικανότητα να απομνημονεύει εύκολα. || αποστηθίζω: ~ ένα κείμενο / ποίημα.
[λόγ. < αρχ. ἀπομνημονεύω `λέω από μνήμης΄ & σημδ. γαλλ. mémoriser]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απομνημονεύω [apomnimonévo] ipf απομνημόνευα, aor απομνημόνευσα (& απομνημόνεψα, subj απομνημονεύσω), pass απομνημονεύομαι, aor απομνημονεύθηκα (subj απομνημονευθώ), (L)
- ① commit to memory, learn by heart, memorize (syn αποστηθίζω):
- ~ το ποίημα |
- το παιδί απομνημόνεψε την ύλη (Papanoutsos) |
- αυτό το δίδαγμα παρακαλώ να απομνημονεύσετε (Dimaras)
- ② preserve the memory of, commemorate:
- απομνημονεύθηκαν ένδοξες πράξεις |
- το κτίριο θα απομνημόνευε τον μαχητή Πέτρο (Papantoniou) |
- απομνημόνευαν μέσα σε λίγα λόγια σπουδαία περιστατικά του καιρού τους (Dimaras)
[fr kath απομνημονεύω ← K (also pap), AG]
- ① commit to memory, learn by heart, memorize (syn αποστηθίζω):