Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απομνημονευτικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
απομνημονευτικός, -ή, -ό [apomnimoneftikós] (L)
  • pertaining to or assisting memorization:
    • έγραψε απομνημονευτικά συγγράμματα

[der of kath (neol Koumanoudis) απομνημονευτής]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες