Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- απομνηματογράφος [apomnimatoγráfos] ο, (L)
- writer of memoirs, memoirist (syn απομνημονευματογράφος):
- έχουμε τους απομνηματογράφους, που μας βεβαιώνουν πως έπαιξαν κάποιον αποφασιστικό ρόλο (Evelpidis)
[der of απομνημονευματογράφος by syncope]
- writer of memoirs, memoirist (syn απομνημονευματογράφος):