Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απομεινάρι το [apominári] Ο44 (ιδ. στον πληθ.) : α.το τμήμα ενός συνόλου, που έχει μείνει ως υπόλοιπο (χρήσιμο ή όχι): Aπομεινάρια από φαγητά. β. το υπόλειμμα από κτ. που ανήκει στο παρελθόν ή που έχει φθαρεί, που έχει καταστραφεί: Aπομεινάρια ενός αρχαίου κτιρίου / ενός νικημένου στρατού / ενός παλιού πολιτισμού, λείψανα.
[ουσιαστικοπ. ουδ. του μσν. επιθ. απομεινάρης `που απομένει΄ < απο- μειν- (μένω) -άρης]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απομεινάρι [apominári] το,
- ① remnant, remains, relic (syn απολειφάδι 1b, απομεινάδι, L υπόλειμμα):
- ανθρώπινο, μαρμάρινο, οικτρό ~ |
- βυζαντινό, φεουδαρχικό ~ |
- απομεινάρια ναού, περιουσίας, πλοίου, σπιτιού, τείχους |
- απομεινάρια της εποχής, της παράδοσης, της πίστης |
- ~ της νίκης, της ντροπής, της συνείδησης |
- το ~ της διαδήλωσης προχώρησε κατά το κάστρο (LAkritas) |
- το παράξενο αυτό έθιμο είναι ~ της μητριαρχίας (Evelpidis) |
- τον έβλεπα να τραντάζεται από μερικά απομεινάρια του γέλιου του (Terzakis) |
- poem απεθαίνανε παντού | τα θλιμμένα απομεινάρια | της φυγής και του χαμού (Solom)
- ② usu pl απομεινάρια τα, food remainders, leftovers (syn αποφάγια):
- folkt αφού φάγανε και ήπιανε καλά, σήκωσε τ' απομεινάρια ο δούλος (Megas) |
- έδειξε με τα μάτια τούς περισσεμένους μεζέδες και τ' άλλα απομεινάρια (Myriv)
[fr postmed απομεινάρι, substantiv. n of απομεινάρης, beside postmed, MG απομονάρι]
- ① remnant, remains, relic (syn απολειφάδι 1b, απομεινάδι, L υπόλειμμα):