Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- απομείωση [apomíosi] η, (L)
- diminution, decrease, decline (syn ελάττωση, μείωση):
- ~ του πληθυσμού |
- σημειώνεται μια εσωτερική ~ στη φιλοσοφική ενόραση (Malevitsis)
[fr kath απομείωσις ← PatrG, der of ἀπομειῶ]
- diminution, decrease, decline (syn ελάττωση, μείωση):