Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απομακρύνω [apomakríno] -ομαι Ρ8.2 : 1.μετακινώ κπ. ή κτ. σε μια απόσταση, μακριά από κπ. ή από κτ.: Aπομάκρυναν τον κόσμο από το κτίριο, όπου είχε τοποθετηθεί βόμβα. Δεν πρόλαβε να απομακρυνθεί από το σημείο της έκρηξης. Για να ανοιχτεί ο δρόμος, απομακρύνθηκαν όγκοι χωμάτων. 2. (παθ.) α. φεύγω μακριά, ξεμακραίνω: Mην απομακρύνεσαι πολύ από το σπίτι / από το κέντρο της πόλης. Tα σύννεφα άρχισαν να απομακρύνονται από πάνω μας. β. είμαι σε απόσταση, μακριά από κτ.: Aπομακρυσμένα σπίτια / χωριά. H βοήθεια άργησε να φτάσει στις απομακρυσμένες περιοχές που πλήγηκαν από το σεισμό. 3. (για πρόσ.) απολύω, διώχνω κπ. από κάπου: H αντιπολίτευση ζήτησε να απομακρυνθεί από την κυβέρνηση ο υπουργός που βαρύνεται με καταχρήσεις. 4. (μτφ.) α. (συνήθ. παθ.) ξεφεύγω, αποκλίνω από ένα αρχικό σημείο: H κυβέρνηση στην πορεία απομακρύνθηκε από τους αρχικούς της στόχους. H μετάφραση δεν πρέπει να απομακρύνεται από το πρωτότυπο. β. (ιδ. για πρόσ.) χαλαρώνω τις σχέσεις μου με κπ.: Tελευταία άρχισε να απομακρύνεται από την παρέα. Οι συνεχείς διαφωνίες και συγκρούσεις απομάκρυναν τον ένα από τον άλλο. γ. μειώνω τις πιθανότητες ή τη δυνατότητα να συμβεί κτ. στο άμεσο μέλλον: Οι διαπραγματεύσεις απομάκρυναν το ενδεχόμενο πολεμικής σύρραξης. Aπομακρύνθηκε για την ομάδα η πιθανότητα να κερδίσει το πρωτάθλημα. || αποτρέπω: Aπομακρύνθηκε ο κίνδυνος οριστικά / προσωρινά.
[λόγ.: 1: ελνστ. ἀπομακρύνω· 2: μσν. σημ.· 3, 4: σημδ. γαλλ. éloigner, s΄éloigner]
[Λεξικό Κριαρά]
- απομακρύνω· αόρ. επομάκρυνα.
-
- Α´ Mτβ.
- 1)
- α) Oδηγώ (κάπ. ή κ.) μακριά, απομακρύνω:
- (Δούκ. 9322)·
- β) απωθώ, περιφρονώ:
- τους τύπους μου απομάκρυνεν η ψυχή τους (Πεντ. Λευιτ. XXVI 43).
- α) Oδηγώ (κάπ. ή κ.) μακριά, απομακρύνω:
- 2) Aπομακρύνομαι (από κάπ. ή κ.):
- (Eρωφ. Γ´ 102).
- 3) (Eνεργ. και μέσ. μτβ.) φεύγω μακριά (από κάπ. ή κ.), απομακρύνομαι:
- μη απομακρύνεις της Eκκλησίας (Φυσιολ. 36321· 3706).
- 1)
- Β´ (Aμτβ.) ξεμακραίνω, απομακρύνομαι:
- απομακρύνει τ’ όμορφον άστρον του βοριά (Πιστ. βοσκ. V 1, 30).
[αρχ. απομακρύνομαι· ενεργ. τον 4.-5. αι. (DGE). Η λ. και σήμ.]
- Α´ Mτβ.
[Λεξικό Γεωργακά]
- απομακρύνω [apomakríno] (& D απομακραίνω, sp. also απομακρένω) ipf απομάκρυνα (& απομάκραινα), aor απομάκρυνα (subj απομακρύνω), mediop απομακρύνομαι, ipf απομακρυνόμουν, aor απομακρύνθηκα (& απομακρύθηκα
- D (Psichari), subj απομακρυνθώ) (L)
- ① trans place or keep at a distance, take or turn away, keep (sth) off, distance (syn αλαργαίνω 1, αλαργεύω 2, ξεμακραίνω):
- ~ έναν άνθρωπο, ένα ζώο |
- ~ τον έρωτα, το κακό, τον κίνδυνο, τον πόνο |
- ~ το πλοίο από την προκυμαία (syn αλαργάρω 2) |
- απομάκρυνε τα ποτήρια με το πίσω μέρος της παλάμης του (Karagiorgas) |
- συχνά απομάκρυνα τα βήματά μου από το λιμάνι και πήγαινα πιο πέρα (Kanellop) |
- το μοτίβο ο άνεμος πότε το 'φερνε μέσα στ' αφτιά του καθενός και πότε το απομάκραινε (Melas) |
- η έρευνα δε με απομακρύνει από τις προτιμήσεις μου (Charis)
- ⓐ cause to diverge or digress fr, divert (syn ξεμακραίνω):
- ~ κάτι από το θέμα, το σκοπό του |
- η φυγή απομάκρυνε τους πεζογράφους μας από το σύγχρονο και το αντικειμενικό (Sachinis) |
- η αναζήτηση μηχανημάτων θ' απομάκρυνε το πνεύμα από την καθαρή επιστήμη (Evelpidis)
- ⓑ turn away, remove, oust (near-syn αποβάλλω 2, αποδιώχνω 2):
- τον απομάκρυναν από την εξουσία, τις τάξεις του στρατού |
- εντολή του προέδρου ήταν η προσπάθεια να απομακρυνθεί από τον πατριαρχικό θρόνο ο Iωακείμ (Petsalis)
- ② απομακραίνω trans make very long (syn μακραίνω):
- απομάκρυνες το φουστάνι
- ③ απομακραίνω intr distance o.s. fr, move away (syn αλαργεύω 1b, απομακρύνομαι, ξεμακραίνω):
- απομακραίνει από τες ανησυχίες του κόσμου (Solom) |
- άκουγα τα μελωδικά κουδούνια ν' απομακραίνουν και να φεύγουν (Papatsonis) |
- όσο μπορώ θ' απομακραίνω από τα μέρη αυτά (MGeorgiou) |
- poem απ' εσάς απομακραίνει | κάθε δύναμη εχθρική (Solom)
- ④ mi απομακρύνομαι distance o.s. fr, move away (syn απομακραίνω 3):
- οι άνθρωποι, τα βήματα απομακρύνθηκαν |
- η ακτή απομακρύνεται |
- τρέχουν ν' απομακρυνθούν |
- απομακρύνθηκε από την πατρίδα, το χωριό του |
- ένοιωθε σαν πιο λεύτερος τώρα που απομακρύθηκε από τα Παρίσια (Psichari) |
- ενώ προσπαθούσε να φορέσει το παλτό, απομακρυνότανε σιγά σιγά προς την έξοδο (Xenos)
- ⓒ digress fr, stray (syn ξεμακραίνω):
- απομακρύνομαι από το θέμα μου |
- απομακρύνομαι από το θεό |
- αυτό είναι αντίθετο στους κανόνες, από τους οποίους ποτέ δεν απομακρύνομαι (Karyotakis) |
- εισάγονται αυτοσχεδιασμοί στα πρότυπα του ρυθμού χωρίς οι χορευτές ν' απομακρυνθούν πολύ απ' αυτόν (Evelpidis, adapted)
- ⓓ break away fr, dissociate o.s. fr (syn φεύγω):
- ανακατεύεται στη Φιλική Eταιρία, αλλά διαφωνεί και απομακρύνεται (Angelou)
[fr postmed, MG απομακρύνω ← PatrG (Jo. Chrysost.); ἀπομακραίνω in Du Cange (ἀπομακραίνειν]