Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- απομαθαίνω.
-
- Kάνω κάπ. να ξεμάθει κ.:
- (Πουλολ. 617).
[<αρχ. απομανθάνω. H λ. και σήμ.]
- Kάνω κάπ. να ξεμάθει κ.:
[Λεξικό Γεωργακά]
- απομαθαίνω [apomaθéno] ipf απομάθαινα, aor απόμαθα (subj απομάθω), pf & plupf έχω-είχα απομάθει
- ① learn thoroughly, finish learning:
- άφησε το παιδί στης γριάς, για να μπορεί να πηγαίνει στο σχολειό ν' απομάθει τα γράμματα (Petsalis)
- ⓐ teach s.o. thoroughly:
- τ' απομαθαίνανε τα παιδιά στην κάθε στέρηση, στην κάθε σκληροσύνη (Petsalis)
- ② unlearn, forget (syn ξεμαθαίνω):
- ξαναβρέθηκαν μέσα στη σπηλιά τους σαν πουλιά που είχαν απομάθει να πετάν (Ouranis)
[fr MG απομαθαίνω ← K, AG ἀπομανθάνω]
- ① learn thoroughly, finish learning: