Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απομαγνητοφωνώ [apomaγnitofonó] -ούμαι Ρ10.9 : μεταφέρω σε γραπτό λόγο ένα μαγνητοφωνημένο κείμενο: Aνέλαβε να απομαγνητοφωνήσει τη διάλεξη.
[λόγ. απο- μαγνητοφωνώ]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απομαγνητοφωνώ [apomaγnitofonó] απομαγνητοφωνεί, (L)
- transcribe or record fr a tape recording
[neol, cpd w. μαγνητοφωνώ]