Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απομίμηση η [apomímisi] Ο33 : η πιστή, η ακριβής μίμηση. 1. αντιγραφή πρωτοτύπου, κατασκευή ομοιώματος: Kαλή / ακριβής / τέλεια / κακή ~. Ο πίνακας / το άγαλμα δεν είναι το πρωτότυπο αλλά μια πιστή ~. (έκφρ.) κατ΄ ~: Tο κτίριο έγινε κατ΄ ~ του Παρθενώνα. 2α. παραποίηση με σκοπό την εξαπάτηση, πλαστογραφία, παραχάραξη: ~ προϊόντος / ξένης υπογραφής. β. αντικείμενο που παραποιήθηκε με σκοπό να εξαπατήσει τον αγοραστή: Προσέχετε τις απομιμήσεις.
[λόγ.: 1: αρχ. ἀπομίμη(σις) -ση· 2: σημδ. γαλλ. imitation]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απομίμηση [apomímisi] η, (L)
- ① act or process of imitation (syn αντιγραφή 4, μίμηση):
- επιτυχής, δουλική ~ |
- phr κατ' ~ in imitation of |
- θεωρούν δείγμα σοφίας την ~ της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Kanellop) |
- την άφωνη γλώσσα τη μαθαίνομε με την ~ και με την καθοδήγηση των μεγαλυτέρων μας (Papanoutsos, adapted) |
- σαλτάριζαν πέρα δώθε σ' ~ επίθεσης και άμυνας (ChZalokostas)
- ② imitation, copy, replica (syn απομίμημα, near-syn αντίγραφο 3, ομοίωμα):
- όμορφες, φτηνές απομιμήσεις |
- ~ μυκηναϊκού αγγείου |
- ~ γερμανικού πύργου |
- ~ δέρματος imitation leather (syn δέρμα ιμιτασιόν) |
- ακίνητο αυτό το φως θα ήταν μια ~ του φυσικού φωτός (Venezis) |
- τα κρητικά έργα του 16ου αιώνα δεν είναι παρά μεταφράσεις ή απομιμήσεις της ιταλικής Aναγέννησης (Athanasiadis-N) |
- έδινε οδηγίες στο δικηγόρο για την προστασία του σπεσιαλιτέ από τις απομιμήσεις (Glezos)
[fr kath απομίμησις ← K, AG]
- ① act or process of imitation (syn αντιγραφή 4, μίμηση):