Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απομένων -ουσα -ον
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
απομένων, -ουσα, -ον [apoménon] (L)
  • remaining (syn υπολειπόμενος):
    • η κυβέρνηση ανέκοψε την παράδοση των τριών απομενόντων σκαφών |
    • η απομένουσα περίοδος των εννέα ετών είναι αρκετή για την ίδρυση νέων βιομηχανιών; (Angelop)

[fr kath απομένων, prp of απομένω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες