Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- απομένων, -ουσα, -ον [apoménon] (L)
- remaining (syn υπολειπόμενος):
- η κυβέρνηση ανέκοψε την παράδοση των τριών απομενόντων σκαφών |
- η απομένουσα περίοδος των εννέα ετών είναι αρκετή για την ίδρυση νέων βιομηχανιών; (Angelop)
[fr kath απομένων, prp of απομένω]
- remaining (syn υπολειπόμενος):