Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απομάκρυνση η [apomákrinsi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του απομακρύνω. 1. μετακίνηση σε μια απόσταση, μακριά από κπ. ή κτ.: H ~ των πυρηνικών από τα Bαλκάνια. || (στρατ.) δυνατότητα ενός στρατιωτικού να απομακρυνθεί από την έδρα της μονάδας στην οποία υπηρετεί κατά τις μέρες αργίας. 2. (για πρόσ.) απόλυση, εκδίωξη από μία θέση: H απομάκρυνσή του από το υπουργείο είχε ως αποτέλεσμα την τροποποίηση της πολιτικής στον τομέα της υγείας. 3. (μτφ.) α. απόκλιση από ένα αρχικό σημείο: H ~ από τους αρχικούς στόχους στον τομέα της οικονομίας. β. (ιδ. για πρόσ.) χαλάρωση των σχέσεων με κπ.: H απομάκρυνσή του από την οικογένεια τον οδήγησε στην απόγνωση.
[λόγ. απομακρύν(ω) -σις > -ση]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απομάκρυνση [apomákrinsi] η, (L)
- ① going or moving away, departure (syn αλάργεμα, ξεμάκρεμα, ant πλησίασμα):
- την κάνει να λαχταράει κάθε στιγμή με τις ξαφνικές απομακρύνσεις του (Melas) |
- εξηγήσαμε τους λόγους της απομάκρυνσης των κατοίκων από τη θάλασσα (DPolemis) |
- φυσική τρομάρα δημιουργεί ο ξαφνικός κρότος, η εναλλαγή των τόνων, το πλησίασμά τους, η απομάκρυνσή τους (AAGeorgiadis-K)
- ⓐ departure, divergence, break, withdrawal (syn ξεμάκρεμα):
- ~ |
- ~ από την ορθή πίστη |
- ~ του αναγνωστικού κοινού από το βιβλίο |
- ~ από το θέμα digression fr the subject |
- σε άλλες τέχνες η ~ από το έλλογο στοιχείο έχει πλατύτερα όρια (Tsatsos) |
- στα γράμματα του Σπινόζα δεν υπάρχει ούτε μια πικρή λέξη για την ~ των φίλων του (Lambridi) |
- γεννιόταν στα παιδιά κάποια δυσαρέσκεια και ~ (Delmouzos)
- ② being away fr, separation fr:
- τον έκανε να υποφέρει η ~ από τον πατέρα, την πατρίδα και τους φίλους του (Tatakis) |
- δεν θα τον τοποθετήσουν κυβερνήτη σκάφους μάχης ύστερα από πέντε χρόνων ~ από το ναυτικό (Karagatsis)
[fr kath (neol Koumanoudis) απομάκρυνσις, der of απομακρύνω; cf postmed (Somavera) απομάκρυνση]
- ① going or moving away, departure (syn αλάργεμα, ξεμάκρεμα, ant πλησίασμα):