Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απολύτως
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
απολύτως [apolítos] adv (L)
  • ① absolutely, entirely, totally, fully (syn απόλυτα 1):
    • ~ άχρηστος, βέβαιος |
    • πηγή ~ αξιόπιστη |
    • γραμμή ~ ευθεία |
    • αρνούμαι, διαφωνώ, πιστεύω, συμφωνώ ~ |
    • δικαιολογώ κ. ~ |
    • έχει ~ δίκιο |
    • το άτομο δεν ήταν ~ κύριος του εισοδήματος της γης (DPetrop) |
    • τα αίτια, που γνωρίζαμε, εκάλυπταν ~ και αναγκαστικά το αποτέλεσμα (Dimaras) |
    • θα διαμορφώσουμε γλώσσα άξια να καλύψει ~ όλους τους κλάδους του γραπτού λόγου (Christidis AK)
  • ⓐ w. neg at all, whatsoever (syn απόλυτα 1b):
    • δεν ξέρει ~ τίποτα |
    • καμιά σχέση ~ δεν έχω μαζί του (Myriv) |
    • κανείς από μας δεν φταίει, ~ κανένας (Vasilikos) |
    • αυτό δεν σημαίνει με κανένα ~ τρόπο ότι έχουν κοινούς σκοπούς (Dizikirikis)
  • ② strictly, absolutely (syn απόλυτα 3b):
    • η δήλωση συναλλάγματος είναι ~ εμπιστευτική |
    • το απόρρητο των επιστολών είναι ~ απαραβίαστο (Christidis EΣ)
  • ③ not in relation to sth else, not relatively, absolutely (syn απόλυτα 2):
    • κατηγόρημα και ουσία είναι το ίδιο πράμα, το ένα ~ και το άλλο σχετικά με τη διάνοια (Lambridi)
  • ④ altogether, exactly, precisely (syn ακριβώς):
    • χρησιμοποιήσαμε σύμβολα, τα οποία αποδίδουν ~ ό,τι και τα χρώματα (Poulianos) |
    • poem .. ζούσεν ~ σαν κ' εμάς (Kavafis)
  • ⑤ absolutely, extremely, very much (syn παραπολύ):
    • με ενδιαφέρει ~ |
    • χρειάζεται την δείνα ~ |
    • τα ~ αναγκαία the bare necessities |
    • αποζητεί το ~ σπάνιο (Chatzinis) |
    • θέτει ζητήματα ~ βασικά για την υπόσταση της φιλοσοφίας (Lambridi) |
    • οι σημειώσεις δίνουν τις ~ απαραίτητες διευκρινίσεις (Skouterop) |
    • στο σχολείο μάθαινες ό,τι είναι ~ χρήσιμο για να μην είσαι αγράμματος (Petsalis)

[fr kath απολύτως ← MG (6th c.), PatrG ← K]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες