Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απολύτρωση η [apolítrosi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του απολυτρώνω· λύτρωση: H ~ από τα δεινά. || (εκκλ.) ~ του ανθρώπου από τις συνέπειες των αμαρτιών του / των αμαρτημάτων του, απαλλαγή.
[λόγ. < ελνστ. ἀπολύ τρω(σις) -ση]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απολύτρωση [apolítrosi] η, gen απολύτρωσης & απολυτρώσεως, (L)
- ① redemption, deliverance, liberation (syn απολυτρωμός):
- ~ από εξωτερικούς κινδύνους |
- είχαν σκοπό να συντρέξουν στην ~ των λαϊκών μαζών (Athanasiadis-N) |
- η αντίσταση αποτελεί την ~ από κάθε τυραννία είτε των κομμουνιστών είτε του παλαιοκομματισμού (ChZalokostas)
- ⓐ relig redemption, salvation (syn λύτρωση, σωτηρία):
- ηθική, ψυχική ~ |
- ~ από τα εγκόσμια, τη ζωή |
- ο δρόμος της απολύτρωσης |
- η σκέψη αυτή τον οδήγησε να φτάσει στην ~ και να γίνει Bούδας (Papantoniou) |
- τη σημασία των πειρασμών για την ~ των χριστιανών τονίζουν και οι απόστολοι (Vacalop)
- ② escape or liberation fr, shaking off, getting rid of (syn απαλλαγή 1b, απελευθέρωση 2, λύτρωση):
- ~ από επιρροές, το φαναριωτισμό |
- ~ από την αλλοτρίωση |
- κηρύσσει την ~ της ουσίας των σκέψεων από τα δεσμά των λέξεων (Kanellop, adapted) |
- προσπάθεια για ~ από την καταθλιπτική κληρονομία του παρελθόντος (Chatzinis)
- ⓑ relief, alleviation (syn ανακούφιση 3, απελευθέρωση 2c):
- αν τολμούσα να καταλύσω με μια σφαίρα την ύπαρξή μου, τι ~! (Panagiotop) |
- ο θάνατος μοιάζει γι' αυτόν ~ (Chatzinis) |
- αναπνέει μ' ένα αίσθημα απολυτρώσεως (Ouranis)
[fr kath απολύτρωσις ← PatrG, K]
- ① redemption, deliverance, liberation (syn απολυτρωμός):