Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απολωλός
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απολωλός [apololós] Ε : (λόγ.) μόνο στην απαρχαιωμένη έκφραση ~ πρόβατο*.

[λόγ. < ελνστ. ἀπολωλός (πρόβατον) ουδ. μππ. του ἀπόλλυμαι `χάνομαι΄]

[Λεξικό Γεωργακά]
απολωλός, -ή, -ό (L -ός, pl -ότα) [apololós] L (sp. also απολωλώς)
  • ① phr απολωλό (or L απολωλός) πρόβατο person who has gone astray, lost sheep (syn χαμένο πρόβατο):
    • πρέπει να αναζητήσουν τους χριστιανούς ως απολωλότα πρόβατα |
    • η E. τον δέχτηκε σαν το απολωλός πρόβατο, τον αγκάλιασε κ' έκλαιγε (Tachtsis)
  • ⓐ person of dissolute or immoral character, black sheep:
    • ο παππούλης μου πήρε την απόφαση να πάει αυτός να βρει την ξεστρατημένη, το απολωλός πρόβατο (Petsalis) |
    • poem .. οι δήθεν φίλοι μου τ' απολωλότα φίδια | ω! ξέρω θα με ειρωνευτούν .. (Skarimpas)
  • ⓑ substantiv. person who has gone astray, lost person (syn ο χαμένος):
    • ο ρεμπέτης δεν έχει αδέρφια· δεν είναι παρά ένας ~ (IPetrop)
  • ② simple-minded, silly (syn ανόητος2 1, ελαφρόμυαλος)

[fr kath απολωλώς ← PatrG, K (NT) ἀπολωλώς, ppp of ἀπόλλυμι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες