Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απολυτρώνω [apolitróno] -ομαι Ρ1 : απελευθερώνω, απαλλάσσω κπ. από κτ., ιδίως από ψυχικές δοκιμασίες, ταλαιπωρίες· λυτρώνω: Είναι τόσο βαριά άρρωστος, που μόνο ο θάνατος θα τον απολυτρώσει.
[λόγ. < ελνστ. ἀπολυτρ(ῶ) -ώνω, αρχ. σημ.: `ελευθερώνω με λύτρα΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- απολυτρώνω.
-
- (Mέσ.) ξεφεύγω, γλυτώνω:
- απ’ αύτο (ενν. το κακόν θεριόν) ν’ απολυτρωθώ, να φύγω δεν ημπόρουν (Πικατ. 19).
[αρχ. απολυτρόω. H λ. και σήμ.]
- (Mέσ.) ξεφεύγω, γλυτώνω:
[Λεξικό Γεωργακά]
- απολυτρώνω [apolitróno] ipf απολύτρωνα, aor απολύτρωσα (subj απολυτρώσω), mediop απολυτρώνομαι, ipf απολυτρωνόμουν, aor απολυτρώθηκα (subj απολυτρωθώ), pf & plupf έχω-είχα απολυτρωθεί, είμαι-ήμουν απολυτρωμένος, (L)
- ① redeem, deliver, liberate, free (syn απελευθερώνω 1, λυτρώνω):
- ~ φυλακισμένους |
- έδινε το χέρι του στο θάνατο, που ερχόταν να τον απολυτρώσει (Myrtiotissa) |
- άμα έφυγα από την Iνδία, αισθάνθηκα σαν ν' απολυτρωνόμουνα από έναν εφιάλτη (Thrylos)
- ⓐ mi απολυτρώνομαι redeem or liberate o.s. (syn απελευθερώνω 1b):
- βήμα προς βήμα κατακτά τη λευτεριά του, απολυτρώνεται (Chatzinis) |
- λαοί δουλωμένοι, με τη δύναμη των ηρωικών θρύλων, απολυτρώνονται (Panagiotop)
- ② relieve of, free of or fr, rescue, save (syn απελευθερώνω 2, γλυτώνω, λυτρώνω):
- η μηχανή απολυτρώνει τον άνθρωπο από τον προσωπικό μόχθο (Panagiotop) |
- η μοναξιά τον απολυτρώνει από θλιβερές εντυπώσεις (Stamelos) |
- κατορθώνει να τον απολυτρώσει από τις προλήψεις του (Thrylos)
- ⓑ relieve or free o.s. of, shake off (syn απελευθερώνω 2b):
- δε θα μπορέσει ν' απολυτρωθεί από το δεσμό, που τον αηδιάζει (Thrylos) |
- είναι απολυτρωμένοι από πλέγματα και ξέρουν ακριβώς τι θέλουν (Chatzinis)
[fr kath απολυτρώ (-όω) ← postmed (16th c.), PatrG ← K, AG]
- ① redeem, deliver, liberate, free (syn απελευθερώνω 1, λυτρώνω):