Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- απολυτοποιώ [αpolitopió] απολυτοποιεί, aor subj απολυτοποιήσω, pass 3sg απολυτοποιείται, aor subj απολυτοποιηθεί, (L)
- make or consider absolute, absolutize:
- ~ το αντικείμενο, την αρετή |
- η θεωρία απολυτοποιείται |
- απολυτοποιεί την ύπαρξη της πολιτείας, καθώς ταυτίζει ουσιακά την πολιτεία με την ιστορία (Despotop) |
- ο ηθικός δογματισμός προκύπτει όταν απολυτοποιήσομε μία αξία ή μία απαξία της ζωής (Theodorakop) |
- χρειάζεται αυτό που θα επιδωχθεί να απολυτοποιηθεί μέσα στο υποκείμενο (Tsatsos)
[fr kath (neol) απολυτοποιώ, cpd of απόλυτος & -ποιώ]
- make or consider absolute, absolutize: