Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απολυταρχισμός ο [apolitarxizmós] Ο17 : η απολυταρχική διακυβέρνηση· απολυταρχία.
[λόγ. απολυταρχ(ία) -ισμός μτφρδ. γαλλ. absolutisme (-isme = -ισμός)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απολυταρχισμός [apolitarçizmós] ο, (L) polit
- doctrine of absolute rule, authoritarianism:
- ~ με κοινοβουλευτικό μανδύα |
- οι δικτατορίες της Iσπανίας και της Πορτογαλίας είναι γεννήματα μιας εποχής όπου ο ~ δεν είχε μάθει ακόμα να υποκρίνεται (Roufos)
[fr kath (neol Koumanoudis) απολυταρχισμός, der of απολυταρχία w. suff -ισμός]
- doctrine of absolute rule, authoritarianism: