Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απολυταρχία
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απολυταρχία η [apolitarxía] Ο25 : είδος πολιτεύματος, στο οποίο όλες οι εξουσίες ανήκουν στο μονάρχη και ασκούνται από αυτόν χωρίς κανέναν περιορισμό· απόλυτη μοναρχία: H ~ στην Ελλάδα έληξε το 1844 με την εφαρμογή του πρώτου συντάγματος. || η απολυταρχική διακυβέρνηση· απολυταρχισμός.

[λόγ. απόλυτ(ος) + -αρχία απόδ. γαλλ. absolutisme]

[Λεξικό Γεωργακά]
απολυταρχία [apolitarçía] η, (L) polit
  • government by an individual possessing absolute powers or authority, absolute rule, autocracy (near-syn αυταρχία, δεσποτισμός, δικτατορία):
    • αχαλίνωτη, μοναρχική, στυγνή, τσαρική ~ |
    • τα δεσμά της απολυταρχίας |
    • κατά κανόνα οι απολυταρχίες ευνοούν την κοινωνική αθλιότητα (Panagiotop) |
    • ο P. X. ήταν γνωστός για τους αγώνες του εναντίον της απολυταρχίας (Varelas) |
    • η επανάσταση έγινε με πρόσχημα την κατάλυση της απολυταρχίας του σουλτάνου (Petsalis)
  • ⓐ fig position of superiority, supremacy:
    • ~ της λογικής |
    • η κοινωνική αναταραχή και ο ενθουσιασμός για την τεχνική παρασκευάζουν την ~ της φυσικομαθηματικής επιστήμης (Theodorakop)

[fr kath (neol Koumanoudis) απολυταρχία, cpd of απόλυτος & αρχή; cf αυταρχία, μοναρχία, ολιγαρχία etc]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες