Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απολυτίκιο το [apolitíkio] Ο41 : (εκκλ.) τροπάριο που αναφέρεται ειδικά σε έναν άγιο ή σε ορισμένη γιορτή: Tο ~ του Aγίου Nικολάου / της Πεντηκοστής. Ψάλλουν / λένε ένα ~.
[λόγ. < μσν. απολυτίκιον (αρχική σημ.: `ύμνος κατά την απόλυση3β) < ελνστ. ἀπολυτικ(ός) `για την απόλυση3β΄, αρχ. σημ.: `απαλλακτικός΄ -ιον]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απολυτίκιο [apolitício] το, (& D απολυτίκι) (L) eccl
- hymn sung before the end of the evening or the morning service, dismissal hymn, apolytikion:
- ο παπά Θανάσης απόσωσε το απολυτίκι και μήκε στο ιερό (Vlami) |
- είπα ένα ~, καθώς μου ήρθε στη μνήμη (Karagatsis)
[fr kath απολυτίκιον]
- hymn sung before the end of the evening or the morning service, dismissal hymn, apolytikion: