Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- απολυτήριο [apolitírio] το, (L)
- ① milit certificate of discharge, discharge papers:
- από το φρουραρχείο του ζητούσανε τ' ~, για να κανονιστεί το φύλλο του μητρώου του (Myriv)
- ⓐ fig phr του δίνω το ~ send s.o. packing:
- αν της έδινα της ερωμένης μου το ~, κίνδυνος ήταν να διαταραχθεί η καθεστηκυία τάξη των οικογενειακών μας σχέσεων (Karagatsis, adapted)
- ② school graduation certificate, high-school diploma:
- ακαδημαϊκό ~ university entrance examinations |
- αφού πήρε το απολυτήριό του με το άριστα, ετοιμαζόταν για το πανεπιστήμιο (Xenop) |
- συνέχισε τις γυμνασιακές του σπουδές χωρίς να πάρει ~ (Peranthis)
[fr kath απολυτήριον ← MG (schol.), der of απολύω w. suff -τήριον]
- ① milit certificate of discharge, discharge papers:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απολυτήριος -α -ο [apolitírios] Ε6 : α.που γίνεται με σκοπό την αποφοίτηση, μετά την περάτωση των σπουδών: Aπολυτήριες εξετάσεις στην τρίτη τάξη του γυμνασίου / του λυκείου. β. (ως ουσ.) το απολυτήριο, επίσημο έγγραφο που βεβαιώνει ότι ο κάτοχός του έχει τελειώσει κανονικά κτ. (κυρ. για σπουδές ή στρατιωτικές υποχρεώσεις): Aπολυτήριο γυμνασίου / λυκείου. Πήρε το απολυτήριό του με άριστα. Aπολυτήριο στρατού. Tου έδωσαν απολυτήριο λόγω ψυχολογικών προβλημάτων.
[λόγ.: α: απολύ(ω) -τήριος· β: σημδ. γερμ. Εntlassungs zeugnis (διαφ. το ελνστ. ἀπολυτήριον `εξιλεωτική θυσία΄)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απολυτήριος, -α, -ο [apolitírios] (L)
- of or pertaining to school graduation:
- απολυτήριες εξετάσεις αυτοδιδάκτων |
- στην απολυτήρια ταινία πρέπει να μιλούν ελληνικά (EKazantz)
[fr kath (neol Koumanoudis) απολυτήριος, backform. on basis of MG απολυτήριον; s. απολυτήριο]
- of or pertaining to school graduation:
[Λεξικό Γεωργακά]
- απολυτηριούχος [apolitiriúxos] ο, η, (L)
- holder of school graduation certificate, graduate (near-syn απόφοιτος):
- απολυτηριούχοι γυμνασίου
[fr kath (neol Koumanoudis) απολυτηριούχος, cpd of απολυτήριον w. combin form -ούχος (: έχω); cf αριστούχος, γηπεδούχος]
- holder of school graduation certificate, graduate (near-syn απόφοιτος):