Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: απολυσιώνας
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
απολυσιώνας [apolisjónas] ο,
  • ① = απολυσιά η:
    • έγινε ~ στ' αμπέλια
  • ② free pasture land:
    • του έκαμαν απολυσιώνα το χωράφι του

[der of απόλυση w. suff -ώνας; cf ελαιώνας, καλαμιώνας etc]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go