Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απολυσιά
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
απολυσιά [apolisjá] η, region. (Epir,
  • Sterea, Pelop) permission to pasture in harvested fields (syn απολυσιώνας 1):
    • άρχισε, έγινε ~

[der of απολύω (aor stem απολυσ-) w. suff -ιά]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες