Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απολυμαντής
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απολυμαντής ο [apolimandís] Ο7 : υπάλληλος που κάνει απολυμάνσεις.

[λόγ. απολυμαν- (απολυμαίνω) -τής]

[Λεξικό Γεωργακά]
απολυμαντής [apolimandís] ο, (L)
  • person who performs disinfections:
    • ιδρύθηκε σχολή απολυμαντών

[fr kath (neol Koumanoudis) απολυμαντής, der of απολυμαίνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες