Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απολυμαίνω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απολυμαίνω [apoliméno] -ομαι Ρ7.2 : καταστρέφω τα νοσογόνα μικρόβια με ειδική διαδικασία (με χημικά μέσα, με βρασμό κ.ά.): Tα ιατρικά εργαλεία πρέπει να απολυμαίνονται πριν από κάθε χρήση. Tο νερό απολυμαίνεται με χλώριο.

[λόγ. ενεργ. < αρχ. ἀπολυμαίνομαι `καθαρίζω από άγος΄ σημδ. γαλλ. désinfecter]

[Λεξικό Γεωργακά]
απολυμαίνω [apoliméno] ipf απολύμαινα, aor απολύμανα (subj απολυμάνω), mediop απολυμαίνομαι, (L)
  • ① disinfect, decontaminate:
    • ~ τα έπιπλα, την κάμαρη, την μπανιέρα, το σπίτι, τα χέρια |
    • ~ το νερό του πηγαδιού |
    • ο ήλιος απολυμαίνει το δέρμα |
    • η κοπέλα απολύμανε την πληγή με κονιάκ (Papatsonis) |
    • θα απολυμάνω τον εαυτό μου από τον γήινο ρύπο του (Kanellis)
  • ⓐ disinfest:
    • τα καθίσματα των σινεμά είχαν γεμίσει κοριούς κ' .. η δημαρχία τ' απολύμαινε (Tsirkas)
  • ② mi απολυμαίνομαι disinfect o.s.:
    • κούνησε τα δάχτυλά του, καμένα από το ιώδιο, που έβαζε για ν' απολυμαίνεται (ChZalokostas)

[fr kath απολυμαίνω ← MG (6th c.) ← AG ἀπολυμαίνομαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες