Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απολογισμός ο [apolojizmós] Ο17 : 1.αναλυτική παρουσίαση των ενεργειών που έχει κάνει κάποιος, ως απόδοση λογαριασμού και ευθυνών για το χρονικό διάστημα κατά το οποίο έχει διαχειριστεί κτ.: Στη γενική συνέλευση των μελών του σωματείου έγινε ο ~ του απερχόμενου διοικητικού συμβουλίου, η έκθεση πεπραγμένων. Ο ~ του κυβερνητικού έργου κρίνεται θετικός. || (λογιστ.) γενικός λογαριασμός: ~ των εσόδων και εξόδων. Ο ~ της διαχείρισης των δημόσιων οικονομικών εγκρίνεται από τη βουλή. 2. (μτφ.) τελικό αποτέλεσμα: Ο ~ της μάχης ήταν διακόσιοι νεκροί και χιλιάδες τραυματίες. Ο τραγικός ~ των τροχαίων ατυχημάτων του τριήμερου της αργίας είναι τριάντα νεκροί και διακόσιοι τραυματίες.
[λόγ. < ελνστ. ἀπολογισμός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απολογισμός [apoloyizmós] ο, (L)
- account, record, review, summing-up (near-syn απογραφή 2):
- ~ μιας ζωής, μιας μάχης |
- περίοδος, ώρα απολογισμού |
- ~ των γεγονότων του έτους |
- ~ της εργασίας του συγγραφέα |
- ο ~ του δυστυχήματος είναι δύο νεκροί και πέντε τραυματίες |
- το βιβλίο τούτο είναι ~ ιδανικών περασμένου καιρού (Palam) |
- κάνουν τον απολογισμό των λαθών τους οι αρμόδιοί μας (Christidis)
- ⓐ econ. financial statement, account of office, report:
- δίνω, υποβάλλω απολογισμό |
- ~ της εταιρίας, του υπουργείου |
- όλα τα έσοδα και τα έξοδα του κράτους πρέπει να σημειώνονται στον προϋπολογισμό και τον απολογισμό (Christidis EΣ)
[fr kath απολογισμός ← K (also pap), AG]
- account, record, review, summing-up (near-syn απογραφή 2):