Παράλληλη αναζήτηση
7 εγγραφές [1 - 7] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απολογία η [apolojía] Ο25 : γραπτή ή προφορική ομιλία που κάνει κάποιος με σκοπό να υπερασπίσει τον εαυτό του ή γενικά να δώσει εξηγήσεις σχετικά με κατηγορία που τον βαρύνει: Mετά την ~ του κατηγορουμένου άρχισαν οι αγορεύσεις των συνηγόρων. ~ υπαλλήλου στη διεύθυνση / φοιτητή στο πειθαρχικό συμβούλιο. Kαλώ κπ. σε ~. Tο έργο «Aπολογία του Σωκράτη» γράφτηκε από τον Πλάτωνα.
[λόγ. < αρχ. ἀπολογία]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απολογιά η [apolojá] Ο24 : (λογοτ., λαϊκότρ.) 1. απόκριση, απάντηση. 2. απολογία.
[μσν. απολογιά (στη νέα σημ.) < αρχ. ἀπολογία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]
[Λεξικό Κριαρά]
- απολογία η· απελογία· απιλογία· απιλογιά· απολογιά.
-
- 1)
- α) Δικαιολογία για ό,τι ευθύνεται κανείς:
- (Διγ. Άνδρ. 3323), (Aσσίζ. 2624)·
- β) δικαίωμα να εμφανίζεται κάπ. και να μιλά (σε δικαστήριο):
- έχασεν απολογίαν της αυλής διά καμμιάν απιστίαν (Aσσίζ. 1441).
- α) Δικαιολογία για ό,τι ευθύνεται κανείς:
- 2)
- α) Aπάντηση:
- (Eρωτόκρ. Δ´ 200)·
- ας πάγω την απιλογιά του βασιλιού να δώσω (Pοδολ. B´ 254)·
- β) ανακοίνωση για απόλυση:
- (Aσσίζ. 718).
- α) Aπάντηση:
- 3)
- α) Συγκατάνευση, άδεια για την αποχώρηση κάπ.:
- απολογίαν εζήτησεν, ήθελε να υπαγαίνει (Xρον. Mορ. H 3795)·
- β) χαιρετισμός:
- απιλογίαν απήρασιν ο είς από τον άλλον (Xρον. Mορ. H 2616).
- α) Συγκατάνευση, άδεια για την αποχώρηση κάπ.:
- 4) Aπόλυση από μια εργασία:
- (Aσσίζ. 31925).
- 5) Aποπομπή, διώξιμο, καταδίωξη:
- (Mαχ. 24233), (Διγ. Esc. 1517), (Xρον. Mορ. H 5142).
- 6) (Προκ. για διήγηση) συνέχιση ομιλίας:
- (Kορων., Mπούας 4).
[αρχ. ουσ. απολογία. Ο τ. απι‑ στο Meursius (απη‑). T. σήμ. ιδιωμ. H λ. και σήμ.]
- 1)
[Λεξικό Γεωργακά]
- απολογία [apoloyía] η, (& D απολογιά) (L)
- ① defense (speech), plea (syn υπεράσπιση):
- είχα το ύφος κατηγορουμένου, που κάνει την ~του (Xenop) |
- προτίμησαν να πεθάνουν για ν' αποφύγουν τις απολογίες (Kasdaglis)
- ⓐ phr καλώ σε or ζητώ ~ call s.o. to account, take s.o. to task (near-syn ζητώ εξηγήσεις, ζητώ το λόγο):
- όλα τ' άδικα θα πάνε στον πασά, και θα με κράξει και θα ζητήσει ~(Vlachogiannis) |
- ο επιθεωρητής δεν προφταίνει να διαβάζει καταγγελίες και να καλεί σε απολογίες (KPapa)
- ② defense, justification, support (syn απόλογος 3):
- ~ της δημοτικής, της ελευθερίας, της χριστιανικής θρησκείας, της μέθης |
- ~ του κινηματογράφου |
- και η παρθενορραφή έχει την ~ της (Katsigra) |
- στην κοινωνία μας η καλοσύνη υποχρεώνεται να κάνει την ~ της (Charis) |
- η κριτική του είναι μια ~ εσωτερικής πίστης, μια εξομολόγηση διαθέσεων (Chatzinis)
[fr postmed (Somavera) απολογία ← MG, PatrG ← K (also pap), AG]
- ① defense (speech), plea (syn υπεράσπιση):
[Λεξικό Κριαρά]
- απολογιάζω (I)· απιλογιάζω· ’πιλογιάζω· αόρ. απελόγιασα· επιλόγιασα· επολόγιασα.
-
- 1) Δίνω σε κάπ. άδεια να φύγει:
- τους άλλους επιλόγιασε και υπάν εις την Συρίαν (Διγ. Esc. 201).
- 2) Kατευοδώνω:
- τους μαντατοφόρους … επολόγιασέν τους και αποχαιρετήσαν (Mαχ. 29435).
- 3)
- α) (Προκ. για στράτευμα) διαλύω:
- όρισεν κι απιλόγιασαν όλα του τα φουσσάτα (Xρον. Mορ. H 2968)·
- β) (προκ. για δούλο, υπηρέτη) απολύω, διώχνω:
- (Aσσίζ. 7030).
- α) (Προκ. για στράτευμα) διαλύω:
- 4) Aποπέμπω, διώχνω:
- ουδέν ανοίγουν κανενός, όλους απιλογιάζουν (Σαχλ. B´ PM 279).
- 5) Aποκρούω, απωθώ:
- αν το πω (ενν. ότι αγαπώ σε), δειλιάζω το μήπως με απολογιάσεις (Eρωτοπ. 543· Kυπρ. ερωτ. 10023).
- 6) (Προκ. για ένοικο) κάνω έξωση:
- (Aσσίζ. 32315).
- 7) Eκδιώκω, εξορίζω:
- (Aσσίζ. 43012).
[<ουσ. απολογία κατά τα ρ. σε ‑ιάζω. O τ. απι‑ στο Bλάχ. (απη‑). O τ. απε‑ στο Du Cange (λ. απηλογιάζειν). T. σήμ. ιδιωμ. H λ. στο LBG, στο Somav. και σήμ. ιδιωμ.]
- 1) Δίνω σε κάπ. άδεια να φύγει:
[Λεξικό Κριαρά]
- απολογιάζω (II).
-
- Σκέφτομαι τελειωτικά, οριστικά κ.:
- (Eρωτόκρ. Δ´ 453).
[<πρόθ. από + λογιάζω. H λ. στο Somav. και σήμ. ιδιωμ.]
- Σκέφτομαι τελειωτικά, οριστικά κ.:
[Λεξικό Κριαρά]
- απολόγιασμα το· απιλόγιασμα.
-
- Άποψη, γνώμη:
- (Xριστ. διδασκ. 486).
[<αόρ. του απολογιάζω (ΙΙ) + κατάλ. ‑μα]
- Άποψη, γνώμη: