Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απολογητική η [apolojitikí] Ο29 : κλάδος της χριστιανικής θεολογίας που ασχολείται με την υπεράσπιση του χριστιανισμού και με την καταπολέμηση κάθε αντιχριστιανικής διδασκαλίας.
[λόγ. < γαλλ. apologétique (δες στο απολογητικός)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απολογητική [apoloyiticí] η, (L)
- argumentation in defense, justification or support of, apologetics:
- ξεκινώντας από μπερξονικές δοξασίες, έκανε την ~ της θρησκείας (Theodoridis) |
- η ποιητική του Παλαμά είναι μάλλον ~ παρά συγκροτημένη θεωρία ποιήσεως (Chourmouzios)
- ⓐ Christ rel, theol branch of theology dealing w. the defense of Christianity, apologetics:
- η ιστορία έγινε υπηρέτρια της χριστιανικής απολογητικής (Evelpidis)
[fr kath απολογητική, substantiv. f of απολογητικός]
- argumentation in defense, justification or support of, apologetics: