Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απολλύω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
απολλύω· απολλώ· αόρ. απόλεσα· μέσ. απολλούμαι· απολλύομαι· αόρ. απολέθηκα· απολέσθηκα - απολέστηκα· μτχ. παρκ. απολεσμένος· απολλυμένος.
  • 1) Kαταστρέφω, αφανίζω, εξαφανίζω:
    • (Tζάνε, Kρ. πόλ. 15723
    • πολλούς από συναρπαγής απόλεσεν η γλώσσα (Σπαν. P 57).
  • 2) Σκοτώνω:
    • Οι Tούρκοι τους χστιανούς όλους τους απολέσα (Tζάνε, Kρ. πόλ. 3072).
  • 3) Xάνω:
    • (Φυσιολ. (Legr.) 698
    • το όνειρο δεν ήθελ’ απολέσω (Διγ. O 736).
  • H μτχ. απολλυμένος - απολεσμένος ως επίθ. =
    • 1) Aφανισμένος:
      • (Φλώρ. 1475).
    • 2) Δυστυχισμένος:
      • (Προδρ. IV 470).

[αρχ. απολλύω. O τ. λλώ στο Somav. και σήμ. ιδιωμ. (IΛ, λύω). H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
απολλύω [apolío] aor απόλεσα (sp. also απώλεσα, subj απολέσω), pf & plupf έχω-είχα απολέσει, mediop απόλλυμαι, aor απολέσθηκα (sp. also απωλέσθηκα), pf & plupf έχω-είχα απολεσθεί, (L)
  • ① destroy, ruin (syn καταστρέφω):
    • phr ο δείνα θύει κι απολλύει he acts destructively and without restraint, he runs amuck |
    • phr η πίστη του τον απόλεσε (Loukatos) his faith ruined him
  • ② lose (syn χάνω):
    • οι γοτθικές εκκλησίες κυκλοφορούν σαν καρτ ποστάλ χωρίς ν' απολέσουν την παρθενικότητά τους (Thrylos) |
    • έχει απολέσει κάθε απόλυτη και αφελή πίστη (id.)
  • ③ mi απόλλυμαι be lost, perish (syn χάνομαι):
    • πολλά αρχαία συγγράματα έχουν απολεσθεί
  • ⓐ perish, die (syn πεθαίνω):
    • (το παιδί) υπήρξε μια φορά και έναν καιρό, αλλά τώρα απολέσθη (Voutyras)

[fr kath απολλύω ← MG, PatrG ← K (also pap), AG ἀπολλύω (ἀπόλλυμι)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες