Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απολιτικός -ή -ό
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απολιτικός -ή -ό [apolitikós] Ε1 & απολίτικος -η -ο [apolítikos] Ε5 : που δεν έχει σχέση, που δεν ασχολείται με την πολιτική και ιδίως που δεν επηρεάζεται από αυτήν. ANT πολιτικοποιημένος: Aπολίτικα άτομα. Ο συνδικαλισμός πρέπει να είναι ακομμάτιστος όχι όμως και ~. απολιτικά & απολίτικα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < γαλλ. apolitique < a- = α- 1 + politique = πολιτ(ική) -ικός (διαφ. το ελνστ. ἀπολιτικός `ακατάλληλος για πολιτική΄)· λόγ. απολιτ(ικός) -ικος]

[Λεξικό Γεωργακά]
απολιτικός, -ή, -ό [apolitikós] (L)
  • non-political, apolitical (ant πολιτικοποιημένος, πολιτικός):
    • ~ δάσκαλος, λαός, συναγωνισμός |
    • απολιτική κοινωνία, μάζα, τηλεόραση |
    • απολιτικές διακηρύξεις, δραστηριότητες |
    • απολιτικό κριτήριο, χρονογράφημα |
    • απολιτική αντιμετώπιση του γλωσσικού προβλήματος |
    • η άσκηση του υπηρεσιακού χρέους εδημιούργησε την εντύπωση ενός απολιτικού Σεφέρη (Xydis)

[fr kath απολιτικός ← K (Cicero)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες