Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- απολιθωμένος, -η, -ο [apoliθoménos] (L)
- ① sci t. turned into stone, fossilized, petrified (syn αποπετρωμένος, πετρωμένος):
- ~ δεινόσαυρος, απολιθωμένη τέφρα |
- απολιθωμένο δάσος, δέντρο, κρανίο, στρείδι |
- απολιθωμένα οστά |
- θυμόμουν τους απολιθωμένους νεκρούς της Πομπηίας (Venezis)
- ⓐ fig rocklike, hard:
- κάθισαν στο καφενεδάκι κ' έφαγαν απολιθωμένα λουκούμια (Xenop)
- ② fig petrified, motionless, rigid (syn αποπετρωμένος, πετρωμένος, near-syn κοκκαλωμένος):
- μπροστά στο τρομερό θέαμα έμεινε ~ (Nirvanas) |
- πασκίζουν να ζεστάνουν τα απολιθωμένα, τα παγωμένα μέλη των δούλων (Petsalis) |
- απόμεινε ασάλευτη, απολιθωμένη από το λευκό όραμα (Karagatsis)
- ⓑ ossified, fixed, unchanging (near-syn αποκρυσταλλωμένος 2, παγιωμένος):
- απολιθωμένο κομμάτι ζωής |
- απολιθωμένη γραφειοκρατική νωθρότητα |
- η ελληνική παράδοση δεν είναι επανάληψη απολιθωμένων μορφών (Tsatsos) |
- ο μουσειακός τρόπος της αναπαράστασης είναι στερεότυπος, μονότονος, ~ (Thrylos, adapted)
- ⓒ fossilized, antiquated:
- αφρομανούν οι οπαδοί των απολιθωμένων δογμάτων, που ηττήθηκαν από την αδράνειά τους (Papanoutsos)
[fr kath απολιθωμένος, ppp of απολιθώ (-όω)]
- ① sci t. turned into stone, fossilized, petrified (syn αποπετρωμένος, πετρωμένος):