Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- απολησμονιά η.
-
- Σφάλμα μνήμης:
- εις τη λεγομένη πρώτη πουλησά έλαχεν απολησμονιά και δεν εβάλαν τα σύνορα (Bαρούχ. 3994).
[<απολησμονώ. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Σφάλμα μνήμης:
[Λεξικό Γεωργακά]
- απολησμονιά [apolizmonjá] η, (& απαλησμονιά)
- = απολησμονησιά:
- η ~ κ' η αγνωμοσύνη δεν θα 'ναι ο κλήρος του και μετά θάνατον |
- η αγωνία της αναδημιουργίας είναι το ψυχικό έρμα, η βαθύτερη χαρά της ειρήνης και η δικαίωσή της με την ~ της φρίκης του πολέμου (Athanas) |
- poem δρομάκι εσύ ..|..| πήρες καθώς βυθίστηκες στην ~ | της Kυριακής τη σιωπή και της γιορτής τη θλίψη (Malakasis) |
- .. τραβώ | τον ίδιο τον εαυτό μου στην ~ (id.) |
- φτωχή θύμηση στου τάφου μου την απαλησμονιά (Polydouri)
[der of επιλησμονή 'forgetfulness' (PatrG 5th c.) w. suff. -ία or cpd w. λησμονιά]
- = απολησμονησιά:
[Λεξικό Γεωργακά]
- απολησμονιάρης [apolizmonjáris] ο,
- one who forgets, forgetful person (syn λησμονιάρης, ξεχασιάρης):
- folks. εκεία μέσα κάθεται ο ~ | όπου μ' απολησμόνησε και πιο δε με θυμάται (DPetrop) |
- poem .. τ' άστρα γυρνούν ..|..| και σα στρατός ατέλειωτος κι όλος μαζί πηγαίνει | στον καρδιοκλέφτη ομορφονιό, τον απολησμονιάρη (Gryparis)
[der of επιλήσμων w. suff. -ιάρης]
- one who forgets, forgetful person (syn λησμονιάρης, ξεχασιάρης):