Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απολεπίζω [apolepízo] -ομαι Ρ2.1 : 1.(λόγ.) αφαιρώ τα λέπια από ψάρια ή τη λεπτή φλούδα από καρπούς. 2. (ιατρ., συνήθ. παθ.) για δερματικές ασθένειες, όπου η επιδερμίδα του πάσχοντος ξεφλουδίζεται και πέφτει σιγά σιγά σε μικρά κομματάκια: Aπολεπίστηκε όλο του το σώμα.
[λόγ. < ελνστ. ἀπολεπίζω `ξεφλουδίζω΄ (αρχ. ἀπολέπω)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απολεπίζω [apolepízo] mi απολεπίζομαι, aor απολεπίστηκα, pf & plupf έχω-είχα απολεπιστεί (& απολεπισθεί), (L)
- ① remove the scales from, scale (syn ξελεπιάζω, ξελεπίζω):
- όταν απαλείφεις τον άλλο άνθρωπο από τη ζωή σου, όταν όπως απολεπίζεις το ψάρι .., πετάς αποπάνω σου σαν ξένο και ενοχλητικό το κάθε τι που δήθεν δεν το εξουσιάζεις (Papanoutsos)
- ② mi απολεπίζομαι flake, peel, exfoliate (syn ξεφλουδίζω):
- η απόσβεση αυτού του τμήματος υποδηλώνει χρήση διαφορετικού χρώματος, που απολεπίστηκε (Tsakos) |
- η επιφάνεια της στήλης έχει απολεπιστεί (id.) |
- το μέτωπο της κόρης έχει σχεδόν ολότελα απολεπισθεί (Bakalakis)
[fr kath απολεπίζω ← MG (8th c.) ← LK]
- ① remove the scales from, scale (syn ξελεπιάζω, ξελεπίζω):