Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απολειφάδι το [apolifáδi] Ο44 : 1.(λογοτ.) μικρό υπόλειμμα από κτ. που χρησιμοποιήθηκε, που καταναλώθηκε· απομεινάρι: ~ σαπουνιού / φαγητού. Έριξε τα απολειφάδια του φαγητού στις γάτες. 2. (μτφ., μειωτ.) α. για άνθρωπο ιδιαίτερα μικρόσωμο, αδύνατο, καχεκτικό: ~ ανθρώπου / γυναίκας. β. για οτιδήποτε ασήμαντο ή ανάξιο λόγου: Mην ασχολείσαι με απολειφάδια.
[απ(ο)- αλείφ(ω) -άδι με επανεισαγωγή ολόκληρου του προθήματος απο- (πρβ. ελνστ. ή μσν. ἀλείφιον `υλικό για επάλειψη΄)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απολειφάδι [apolifá∂i] το, (& πολειφάδι)
- ① remnant or sliver of soap (syn αποσάπουνο):
- πήρε ένα ~ σαπούνι κ' έπλυνε τα χέρια του |
- ένα ~ που ισορροπούσε στο λαιμό της χαμηλής βρύσης (Tsirkas)
- ⓐ trace, remains, remainder (syn απομεινάδι 1, L υπόλειμμα):
- .. νατουραλισμός, ιψενισμός (της κακής ώρας), είχαν αφήσει τ' απολειφάδια τους στη θεατρική ζωή (Melas) |
- ξεκίνησα μισός και κατάντησα ~ ανθρώπου (Panagiotop)
- ② waste matter, dregs, scrap:
- αυτός δεν είναι άλλο από ένα πολειφάδι, που το πετά εδώ και κει σαν το σκύβαλο ο άνεμος του καιρού (TAthanasiadis) |
- poem δεν είναι αυτό μυαλό, παρά μπουχός, απολειφάδια, τσόφλια (Kazantz Od 18.801)
- ③ fig small, thin and weak person, a little scrap of a man, runt (syn ανθρωπάκι, ανθρωπάκος, αποσπόρι, syn phr μισή μερίδα άνθρωπος):
- ήτανε όχι νάνος, αλλά ένα ανθρώπινο ~ (Melas) |
- γεννήθηκε και απόμεινε σκέτο ~ (Plakonouvis)
[fr MG *απολειφάδιν, der of απολειφάδιον; cf Pontic απολείφιν (cf Hesych. αλείφιον)]
- ① remnant or sliver of soap (syn αποσάπουνο):