Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- απολειτουργώ [apoliturγó] (& απολειτουργάω) aor απολειτούργησα (subj απολειτουργήσω), eccl
- finish the (divine) liturgy:
- θά 'ρθω άμα απολειτουργήσει ο παπάς |
- πριν απολειτουργήσει η εκκλησία |
- folks. και σαν απολειτούργησαν, επάψαν οι ψαλτάδες
[fr MG απολειτουργώ, K (also pap), AG ἀπολειτουργῶ]
- finish the (divine) liturgy: