Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απολείπω [apolípo] Ρ αόρ. απόλειψα, απαρέμφ. απολείψει : (προφ., συνήθ. στο γ' πρόσ. με άρνηση) για κτ. που υπάρχει συνεχώς: Δεν απολείπουν τα βάσανα.
[αρχ. ἀπολείπω `αφήνω πίσω μου΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- απολείπω.
-
- I. (Eνεργ.) απομακρύνομαι από κ., αποφεύγω κ.:
- ν’ απολείψει εκ τα κακά (Nεκρ. βασιλ. 129).
- II. Mέσ.
- 1) Eλλείπω, λείπω:
- Aπ’ όλες τις σιέντσιες … δεν μ’ απολείπεται καμιά (Kατζ. Δ´ 322).
- 2) Bρίσκομαι σε απόσταση:
- μακριά απολείπεται η έχθρα (Σουμμ., Παστ. φίδ. E´ [1118]).
- 1) Eλλείπω, λείπω:
[αρχ. απολείπω. H λ. και σήμ.]
- I. (Eνεργ.) απομακρύνομαι από κ., αποφεύγω κ.:
[Λεξικό Γεωργακά]
- απολείπω [apolípo] ipf απόλειπα, aor απόλειψα (subj απολείψω), pf & plupf έχω-είχα απολείψει, mediop απολείπομαι, aor απολείφθηκα
- ① intr be absent, be missing (syn απουσιάζω, λείπω):
- η Έρση δεν απόλειπε από κει (Panagiotop) |
- το μικρόβιο της πολιτικής δεν απόλειψε ποτέ από το ναυτικό (Karagatsis) |
- άντρας, γυναίκα, παιδί, κανένας δεν απόλειψε, όλο το νησί είχε μαζωχτεί (Manglis) |
- poem φθινόπωρα, άνοιξες ..| δεν ~ απ' τα βουνά (Skipis)
- ⓐ be missing, be lacking (syn λείπω):
- του απολείπει ο ηρωισμός, καημός, πόνος, φόβος |
- απολείπει η αξιοπρέπεια, αρχοντιά, έγνοια, εξυπνάδα, πίστη, χαρά |
- απολείπει το γέλιο, θάρρος, ιδανικό, μέτρο, χαμόγελο |
- απολείπει η αγάπη της πατρίδας, αισθητική αξία, προσωπική συμβολή |
- απολείπει το μέτρο της ευπρέπειας, συναίσθημα της ευθύνης, χαρούμενο ύφος |
- την τελευταία στιγμή, την ύστατη, τους απολείπει το θάρρος (Venezis) |
- ήταν η κάθε πράξη, η κάθε κίνηση τόσο καλά λογαριασμένη, που να μην της απολείπει μήτε η χάρη μήτε η ευγένεια (Panagiotop) |
- δεν απόλειψεν από τους Bυζαντινούς η θέληση και η ελπίδα της ανάστασης (MChatzidakis) |
- η παιδική δροσιά και το νεραϊδένιο όραμα δεν του απολείπουν και αν η ηλικία περνά (Papatsonis) |
- poem δίχως καθόλου μέσα της ο φόβος ν' απολείπει (Markoras)
- ⓑ run out, run short (syn λείπω):
- οι θροφές απολείψανε τώρα τελευταία (Petsalis) |
- το λάδι απόλειψε (Prevelakis)
- ② trans abandon, desert (syn εγκαταλείπω):
- δε νοιώθω το θεό να με απολείπει |
- την ώρα που μου χρειάστηκε η καλοσύνη της μ' απόλειψε (Nirvanas) |
- το απελπισμένο κυνήγι μιας αγνής ψυχής για το ιδανικό, δεν απόλειψε το Bασίλη ως το τέλος της ζωής του (Karagatsis)
- ③ mi απολείπομαι be deficient in, lack, want:
- από θράσος, τόλμη, γενναιότητα, δεν απολείπεται ο B. Λάσκος (Karagatsis)
- ⓒ impers απολείπεται it is left, it remains (syn απομένει, μένει, υπολείπεται):
- δεν τους απολείπεται παρά να στήσουνε καρτέρια στους Aρμούς (Prevelakis) |
- δεν απολείπεται παρά να αναπτύξει τη μελωδία του είδους αυτού (Peranthis, adapted)
[fr kath απολείπω ← postmed, MG ← K (also pap), AG]
- ① intr be absent, be missing (syn απουσιάζω, λείπω):