Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- απολαυστικός, επίθ.· απολαυτικός.
-
- 1) Που παρέχει απόλαυση, ευχαρίστηση:
- πράγμα απολαυστικόν (Σπαν. B 452).
- 2) Που αγαπά την απόλαυση:
- O ανθρώπινος ούτος … βίος προς τους απολαυστικούς … αναφερόμενος (Eυγ. Γιαννούλη, Eπιστ. 113-4).
[αρχ. επίθ. απολαυστικός. H λ. και σήμ.]
- 1) Που παρέχει απόλαυση, ευχαρίστηση:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απολαυστικός -ή -ό [apolafstikós] Ε1 : που προκαλεί απόλαυση, ιδιαίτερη χαρά ή ευχαρίστηση: Aπολαυστικό γεύμα / τσιγάρο. Aπολαυστικό θέαμα. Aπολαυστική κωμωδία.
απολαυστικά ΕΠIΡΡ με απόλαυση: Kαπνίζει ~ την πίπα του. Tρώει ~ το φαγητό του. [λόγ. < αρχ. ἀπολαυστικός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απολαυστικός, -ή, -ό [apolafstikós] (L)
- enjoyable, pleasant, delectable, delightful (syn ευχάριστος, τερπνός):
- απολαυστική αφθονία, επιστολή, ζωή, νάρκη, νύχτα, συμβίωση |
- απολαυστικό βιβλίο, θέαμα, κεφάλαιο, μπάνιο, φαΐ |
- απολαυστικοί καρποί της γνώσεως, περίπατοι |
- απολαυστικές γουλιές, στιγμές |
- η τέχνη μπορεί να μας κάνει απολαυστικούς και τους φλύαρους (Palam) |
- ο G. στάλαξε μέσα μας απολαυστικά πνευματικά φίλτρα (Petsalis) |
- μ' έσερνε στον απολαυστικό κατήφορο (id.) |
- οι σελίδες όπου εξηγεί πώς έγινε συγγραφέας είναι απολαυστικές (Terzakis, adapted) |
- θέλω ν' απολαύσω τις απολαυστικές εναλλαγές της φύσης (Papatsonis)
[fr kath απολαυστικός ← postmed, MG ← K, AG]
- enjoyable, pleasant, delectable, delightful (syn ευχάριστος, τερπνός):