Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απολαυστικά
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
απολαυστικά [apolafstiká] adv (L)
  • enjoyably, pleasurably:
    • τη χθεσινή μου Kυριακή την πέρασα ασύγκριτα ~ (Palam) |
    • ο πατέρας ρουφούσε ~ το τσιμπούκι του (Karkavitsas) |
    • το πιπεράτο άρωμα σου ερέθιζε ~ τα ρουθούνια (Petsalis) |
    • αυτή τεντώνει ~ το λαιμό (id.)

[der of απολαυστικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες