Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απολαβή η [apolaví] Ο29 : το κέρδος, η ωφέλεια από μια δραστηριότητα: Δούλεψε σκληρά στη ζωή του χωρίς καμιά ~. || (πληθ.) οι αποδοχές, ο μισθός: Xαμηλές / ικανοποιητικές / υψηλές απολαβές.
[λόγ. απο(λαμβάνω) -λαβή κατά το σχ.: λαμβάνω - λαβή]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απολαβή [apolaví] η, (sp. also απολαυή) (L)
- ① gain, profit (near-syn κέρδος, όφελος):
- οι απολαβές από την παραγωγή αρωματικών φυτών είναι τεράστιες |
- προσπάθησα να μην έχω καμιά ~ από τους ανθρώπους που μας κυβερνούσαν (Seferis) |
- έχουμε καμιά ~ από δαύτους, είδαμε κανένα καλό; (Xenop) |
- η καινούργια γενεά, κυνηγάει τις μεγαλύτερες δυνατές απολαυές, με όσο γίνεται μικρότερο κόπο (Melas) |
- poem .. αυτή η θυσία ~θα φέρει σε όλους (Rotas)
- ⓐ usu pl απολαβές οι, salary, fee, income, emoluments (syn αμοιβή, near-syn αποδοχές, μισθός):
- καλές, μεγάλες, ψηλές απολαβές |
- με τις απολαβές μου, θα μπορέσω να της κάνω μια ζωή, όπως ταιριάζει στην κοινωνική θέση της (TAthanasiadis) |
- μόλις ειδικευθούν σε ορισμένο κλάδο οι Έλληνες, έχουν τις ίδιες απολαβές με τους Γερμανούς (Palaiologos) |
- θα πρόσθετε στις κανονικές του απολαυές τρεις χιλιάδες δολλάρια (Thrylos)
- ② enjoyment, pleasure (syn απόλαυση 1):
- όμορφος κόσμος, ξεπίτηδες πλασμένος για την ~ του ανθρώπου (Prevelakis) |
- ελευθερία θα πει ισότητα στην ~ της ζωής (Rotas) [fr kath (neol Koumanoudis) απολαβή, der of απολαμβάνω
[απολαβαίνω; form απολαυή wrongly der fr απολαύω]
- ① gain, profit (near-syn κέρδος, όφελος):