Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απολίτιστος -η -ο [apolítistos] Ε5 : ANT πολιτισμένος. 1. που βρίσκεται σε χαμηλό πολιτιστικό επίπεδο, ιδίως από άποψη οικονομική, κοινωνική ή πνευματική: ~ λαός. Aπολίτιστη χώρα / κοινωνία. 2. που δεν είναι ευγενικός, καλλιεργημένος· αγενής, άξεστος, αγροίκος: ~ άνθρωπος. Aπολίτιστοι τρόποι. Aπολίτιστο φέρσιμο. || (ως ουσ.) ο απολίτιστος.
απολίτιστα ΕΠIΡΡ: Φέρθηκε ~. [λόγ. α- 1 πολιτισ(μένος) (δες λ.) -τος μτφρδ. γαλλ. incivilisé]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απολίτιστος1 [apolítistos] ο, (L)
- uncivilized or primitive person (ant ο πολιτισμένος):
- οι απολίτιστοι δημιούργησαν τις βάσεις του πολιτισμού μας (Evelpidis) |
- ο ~ αντικρύζει το θάνατο σαν φυσικό περιστατικό (Panagiotop)
[substantiv. m of απολίτιστος2]
- uncivilized or primitive person (ant ο πολιτισμένος):
[Λεξικό Γεωργακά]
- απολίτιστος2, -η, -ο [apolítistos] (L)
- ① uncivilized, primitive (ant πολιτισμένος):
- υποστήριξαν πως και οι απολίτιστοι λαοί έχουν θέση στην ιστορία (Evelpidis) |
- στη χώρα των απολίτιστων Kυκλώπων πηγαίνει μόνο με το δικό του καράβι (Delmouzos) |
- είναι ένα παιδί του απολίτιστου κόσμου των πολωνικών χωριών (Athanasiadis-N)
- ② uncultured, unrefined, coarse, boorish (syn αγροίκος 1, άξεστος2 3):
- απολίτιστες πράξεις |
- τρανταχτά, απολίτιστα γέλια |
- απολίτιστη, απαίδευτη έκφραση |
- θεωρεί απολίτιστο το ελάττωμα της βλαστήμιας (Loukatos)
[fr kath (neol Koumanoudis) απολίτιστος, cpd w. *πολιτιστός, der of πολιτίζω]
- ① uncivilized, primitive (ant πολιτισμένος):