Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απολήγω [apolíγo] Ρ3α (συνήθ. στο ενεστ. θ.) : 1.έχω ως ακραίο τμήμα, καταλήγω: H μια άκρη της βελόνας απολήγει σε αιχμή. 2. φτάνω σε ένα τέλος, καταλήγω: Mακροχρόνιες διαπραγματεύσεις / συζητήσεις που δεν απολήγουν πουθενά.
[λόγ. < αρχ. ἀπολήγω]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απολήγω [apolíγo] ipf απόληγα, aor απόληξα & απέληξα (subj απολήξω), pf & plupf έχω-είχα απολήξει (L)
- ① come to an end, end, terminate (syn καταλήγω, τελειώνω):
- οι δυο κόλποι απολήγουν σε αιχμηρές μύτες (Floros) |
- αχτίδες απλώνουνται ριπιδωτές, κατεβαίνουν στη γης, απολήγουν σε χέρια και χαδεύουν το σώμα του βασιλιά (Kazantz) |
- κατά κανόνα οι στίχοι απολήγουν στους τρυφερούς φθόγγους ε και ι-ε (Papanoutsos) |
- η βουνοσειρά του Tαΰγετου απολήγει στο Tαίναρο (Ouranis) |
- οι δύο λαβές από ξίφη απολήγουν σε κεφάλι αετού και λέαινας (Dakaris) |
- στήλες ορθογώνιες απολήγουν στο πάνω μέρος σε αέτωμα τριγωνικό (Papachatzis)
- ② end up (in), lead (to), terminate (in) (syn αποβαίνω 2, καταλήγω):
- η διαφορά μας δεν απέληξε σε τίποτε |
- κ' εγώ δεν ξέρω πού θ' απολήξει αυτή η συζήτηση |
- η νευροπάθειά του απέληξε σε παραφροσύνη |
- η αδιαλλαξία θα απολήξει σε νέα ανωμαλία |
- η συλλογιστική αυτή θα απολήξει στην οικονομική καταστροφή του γείτονά μας |
- η μάχη των δημοτικών εκλογών απέληξε σε ήττα της δεξιάς |
- ο μονόλογος εκφράζει πρόθεση αντικριτική και απολήγει στο δογματισμό (Papanoutsos) |
- ο εκχριστιανισμός της ανατολής απολήγει σ' αυτό που γρήγορα ονομάστηκε ορθοδοξία (Tatakis) |
- η περιπέτεια θ' απολήξει στην τραγωδία (Papanoutsos) |
- η φιλολογική αυτή έρευνα έχει απολήξει πια σε θετικά πορίσματα για τη χρονική σειρά των έργων του Πλάτωνος (Despotop) |
- το ανώτατο οικονομικό συμβούλιο έκανε τις πρώτες διαπιστώσεις και υποδείξεις του, οι οποίες απολήξανε στην ίδρυση του οργανισμού αλιείας (Zappas)
[fr kath απολήγω ← K, AG]
- ① come to an end, end, terminate (syn καταλήγω, τελειώνω):