Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποκύημα το [apokíima] Ο49 : (λόγ.) δημιούργημα, γέννημα· κυρίως στην έκφραση ~ της φαντασίας: Οι ισχυρισμοί του κατηγόρου είναι αποκυήματα της φαντασίας του, φανταστικοί, και επομένως όχι αληθινοί.
[λόγ. < ελνστ. ἀποκύημα]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποκύημα [apocíima] το, (L)
- offspring, fabrication, product (syn αποκύηση, γέννημα):
- οι καταγγελίες είναι αβάσιμες και ~ ανεύθυνης φαντασίας |
- η έρευνά του δεν είναι ~ ερασιτεχνικής ορέξεως (Papatsonis) |
- οι ειδήσεις όμως λένε κι άλλα πολλά, αποκυήματα φανατισμού (Tatakis) |
- όσα είδε είναι τα αποκυήματα ενός ασίγαστου δράματος ανθρώπων (Bakirtzis) |
- άνθρωποι που παν να καταντήσουν απλά αποκυήματα της ύλης (Tsatsos) [fr kath αποκύημα ← MG, PatrG, K àποκύημα]. S. αποκύηση.
- offspring, fabrication, product (syn αποκύηση, γέννημα):