Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποκόλληση
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποκόλληση η [apokólisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αποκολλώ, το ξεκόλλημα. || (ιατρ.) απόσπαση ιστού ή οργάνου του σώματος από τη φυσιολογική του θέση: ~ του αμφιβληστροειδούς / του πλακούντα.

[λόγ. αποκολλη- (αποκολλώ) -σις > -ση & σημδ. γαλλ. décollement]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποκόλληση [apokólisi] η, (L)
  • ① loosening, detachment, separation (near-syn απόσπαση):
    • opthalm ~ του αμφιβληστροειδούς detachment of the retina |
    • ~ του κήτους (της φάλαινας) για τη διάσωσή του |
    • οι σεισμοί δεν προκάλεσαν αποκολλήσεις βράχων στο Λυκαβηττό |
    • είναι δύσκολη η οριστική ~ από το βράχο της Aθήνας (Palaiologos, adapted)
  • ② fig detachment, extrication, separation (near-syn αποδέσμευση, ant προσκόλληση):
    • δυσκολεύεται στην ~ από την καθιερωμένη τάξη |
    • η προσπάθεια της αποκόλλησης από την εγκοσμιότητα φτάνει σε μια περίοδο κρίσιμη (Chatzinis)

[fr kath (neol Koumanoudis) αποκόλλησις, der of αποκολλώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες