Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποκόβω [apokóvo] -ομαι Ρ αόρ. απόκοψα και απέκοψα, απαρέμφ. αποκόψει, παθ. αόρ. αποκόπηκα, απαρέμφ. αποκοπεί : I1.(λαϊκότρ.) παύω να θηλάζω κπ., απογαλακτίζω: ~ το αρνί. Aπόκοψε το μωρό στους πέντε μήνες. 2. αποκόπτω. II. κόβω εντελώς κτ., τελειώνω το κόψιμο: Άρχισε να κόβει το δέντρο αλλά δεν πρόλαβε να το αποκόψει.
[μσν. αποκόβω < αρχ. ἀποκόπτω μεταπλ. κατά το κόπτω > κόβω (οι σημ. I1, II μσν.)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποκόβω [apokóvo] (& L αποκόπτω & D αποκόφτω) ipf απόκοβα, aor απόκοψα (& απέκοψα, subj αποκόψω), pf & plupf έχω-είχα αποκόψει, mediop αποκόβομαι (& L αποκόπτομαι), aor αποκόπηκα (subj αποκοπώ), pf & plupf έχω-είχα αποκοπεί, είμαι-ήμουν αποκομμένος
- ① cut off or down completely (syn phr κόβω εντελώς):
- μα τον Άι Nικόλα, το 'κοψα· τ' ήθελες, να τ' αποκόψω, για να με πλακώσει αποκάτω; (Karkavitsas)
- ② cut off, break off, sever (syn κόβω):
- ~ το δεσμό, την επικοινωνία |
- το κεφάλι του είχε αποκοπεί |
- η άκρη της μύτης της προτομής είναι αποκομμένη |
- η δεξιά πλευρά της επιγραφής αποκόπηκε και χάθηκε (Kakridis) |
- είναι μεγάλη η απώλεια ν' αποκόβονται ψυχικά δυνάμεις από τον κορμό του έθνους (Theodorakop) |
- όποιο τμήμα της παιδείας πεθαίνει πρέπει αμέσως ν' αποκόπτεται, για να μη μεταδίνει τη σήψη του (Panagiotop)
- ⓐ cut off, set apart, separate, detach (near-syn αποκολλώ 1b, αποχωρίζω, ξεχωρίζω):
- ο πνευματικός άνθρωπος δεν έρχεται να αποκόψει βαθυσήμαντα χωρία από τα κείμενα (Theodorakop, adapted) |
- πώς θα ήταν δυνατό να τον πλησιάσουμε σαν ποιητή, αποκόπτοντας απ' αυτόν τον άνθρωπο; (Chatzinis)
- ③ fig sever the connection to, cut off, isolate (near-syn αποκλείω 3):
- ~ κ. από τις ρίζες του |
- αποκόπηκε από την πραγματικότητα |
- ο εχθρός επιχειρούσε ν' αποκόψει το στρατό της Hπείρου από τις βάσεις του (ChZalokostas) |
- αποκόψαμε τον αδερφό μας απ' την αγάπη μας (Bastias) |
- poem .. οι εργάτες έσυραν τη σκάλα | κι αποκόπηκε το πλοίο απ' τη στεριά (Zevgoli)
- ⓑ phr ~ το δρόμο κ. bar or block one's way, intercept (syn phr ανακόβω or κόβω το δρόμο):
- για να αιχμαλωτίσουμε τη μεραρχία, πρέπει να της αποκόψομε το δρόμο της Kόνιτσας (ChZalokostas)
- ④ cut off, stem, stop (syn διακόπτω):
- τι πρέπει να γίνει διά ν' αποκοπεί ο επικίνδυνος αυτός κατήφορος και να στερεωθεί η ανοδική πορεία του έθνους; (Angelop)
- ⓒ cut, restrict, contain (syn περιορίζω):
- τρέχε ύστερα κι άνοιγε δίκες, για ν' αποκόψεις τη ζημιά (KChatzop)
- ⑤ wean, ablactate (syn απογαλακτίζω):
- η μάνα του πέθανε πριν να τον αποκόψει (Karkavitsas)
- ⓓ cease suckling, be weaned:
- αρχινάτε την καβάλα πριν αποκόφτε καλά καλά το βυζί της μάνας σας (Karagatsis)
- ⑥ mi αποκόβομαι (& L αποκόπτομαι) cut o.s. off, break away, be separated (near-syn απομονώνομαι, αποχωρίζομαι):
- αποκόβομαι από την κοινωνία, τον κόσμο, το παρελθόν |
- η τέχνη αποκόβεται από τη λατρεία και γίνεται φιλόκοσμη (Theodorakop) |
- ο Γ. B. ποτέ δεν αποκόπηκε από το χώμα της πατρίδας (Charis) |
- η ολιγαρχία έχει αποκοπεί από το λαϊκό κορμό (Prevelakis)
[fr postmed, MG αποκόβω / αποκόπτω ← PatrG, K (also pap), AG]
- ① cut off or down completely (syn phr κόβω εντελώς):