Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποκτώ [apoktó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 αόρ. και απέκτησα & -ώμαι Ρ11 & αποχτώ [apoxtó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 : 1.γίνομαι κάτοχος κάποιου πράγματος (που προηγουμένως δεν είχα): ~ χρήματα / φήμη / δόξα. Mε τη δουλειά του απόκτησε μεγάλη περιουσία. Ό,τι έχει το απόκτησε με κόπους και θυσίες. 2. σε μια πορεία, σε μια εξέλιξη ή μέσα από μια διαδικασία, εμφανίζω κτ. (μια ιδιότητα, ένα χαρακτηριστικό κ.ά.) που προηγουμένως δεν είχα: ~ πείρα / αυτοπεποίθηση / κακές συνήθειες. Aπόκτησε μεγάλα βάσανα. Tο οικόπεδο με τον καιρό απέκτησε μεγάλη αξία. || ~ αντίληψη / εικόνα / εμπειρία ενός πράγματος, αντιλαμβάνομαι, γνωρίζω, βιώνω κτ. || δημιουργώ κτ. για τον εαυτό μου: ~ φίλους / παρέες. || ~ παιδί, γεννώ: Aπέκτησαν παιδιά / εγγόνια / δισέγγονα.
[-χτ-: μσν. αποχτώ < αποκτώ με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] < απο- μσν. κτω `παίρνω στην κατοχή μου΄, ενεργ. < αρχ. κτῶμαι (διαφ. το ελνστ. ἀποκτῶμαι `χάνω την κατοχή΄)· -κτ-: λόγ. επίδρ.]
[Λεξικό Κριαρά]
- αποκτώ· αποχτώ· ’ποκτώ· υποκτώ.
-
- 1) Kάνω κτήμα μου κ.:
- να υποκτήσομεν τά ’μεθα στερημένοι (Kορων., Mπούας 92).
- 2) Aποκτώ ξανά, επανακτώ:
- (Tζάνε, Kρ. πόλ. 22918).
- 3) Γνωρίζω κ., εξοικειώνομαι με κ.:
- να αποκτήσει την … τέχνην της πραγματείας (Λίμπον. 128).
[<πρόθ. από + κτω ή <μτγν. αποκτάομαι. H λ. στο Somav. και σήμ.]
- 1) Kάνω κτήμα μου κ.:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποκτώ [apoktó] (& D αποχτώ) 3sg αποκτά & αποκτάει, aor απόκτησα & απέκτησα (subj αποκτήσω), pass αποκτώμαι (& D αποχτιέμαι) αποκτάται, aor αποκτήθηκα, pf & plupf έχω-είχα αποκτηθεί
- ① acquire, obtain, get, gain, attain (syn κερδίζω):
- ~ αγαθά, ειδικότητα, πείρα, προσόντα, συνήθειες, τρόπους |
- ~ δικαιώματα, ελευθερία, εξουσία, τιμές, υπόσταση |
- ~ φίλους make friends |
- αυτός απόχτησε σταφίδα κι ελιές (TDoxas) |
- ο P. είχε αποκτήσει θαυμαστές (Xenop) |
- εδίδαξαν και απόκτησαν οπαδούς και φήμη στην Aθήνα (Papanoutsos) |
- η γνώση που αποχτιέται με καταναγκασμό, δε συγκρατείται στη μνήμη (Vrettakos) |
- με τη σοφία αποκτάται πλούτος (id.) |
- poem και μια μέρα θα' ρθει βοηθούς ν' αποκτήσεις (Elytis) |
- μήτε σε απέκτησα, μήτε θα σε αποκτήσω | ποτέ, θαρρώ .. (Kavafis)
- ② beget, have (children):
- το δράμα της πόρνης που αποχτάει παιδιά (Athanasiadis-N) |
- με κάμποσο καιρό απόχτησαν δυο παιδιά (Megas)
[fr kath αποκτώ ← postmed, MG, αποκτώ, cpd w. MG (pap 6th c.) κτώ; cf MG, LK, MG αποκτώμαι 'lose possession of']
- ① acquire, obtain, get, gain, attain (syn κερδίζω):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποκτώμενος, -η, -ο [apoktómenos] (L)
- being obtained, being acquired:
- αποτελεί τεχνικό "τακτ" αποκτώμενο ύστερα από πολυχρόνια ενασχόληση με προβλήματα (Georgoulis)
[fr kath αποκτώμενος, prpp of αποκτώ]
- being obtained, being acquired: