Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποκτηνώνω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποκτηνώνω [apoktinóno] -ομαι Ρ1 : κάνω κπ. να χάσει τις ανθρώπινες (πνευματικές, ηθικές, πολιτισμικές) ιδιότητές του, να κυριαρχείται από τα κατώτερα ένστικτα, όπως τα ζώα, και να συμπεριφέρεται με ωμότητα, χυδαιότητα, απανθρωπιά: Ο πόλεμος / η βία αποκτηνώνει τον άνθρωπο. Aποκτηνώθηκε από το πολύ πιοτό, εξαθλιώθηκε.

[λόγ. < ελνστ. ἀποκτην(ῶ) -ώνω]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποκτηνώνω [apoktinóno] (& D αποχτηνώνω) aor αποκτήνωσα (subj αποκτηνώσω), mi αποκτηνώνομαι, aor αποκτηνώθηκα (subj αποκτηνωθώ), pf & plupf έχω-είχα αποκτηνωθεί, (L)
  • ① make s.o. lose human attributes, brutalize, bestialize:
    • η μέθη καταστρέφει την υγεία, εκτροχιάζει τη σκέψη, αποκτηνώνει τον άνθρωπο (Vrettakos) |
    • ο πόνος αποκτηνώνει τον άνθρωπο (Dizikirikis) |
    • οι επαγγελματικές σου ασχολίες δεν σε αποκτήνωσαν ακόμα εντελώς (Karagatsis)
  • ② make s.o. brutal, unfeeling or inhuman, less sensitive or humane, brutalize (syn αποθηριώνω 1):
    • δεν υπάρχει στη φύση πράγμα που τόσο αποκτηνώνει τον άνθρωπο όσο ο θυμός (Vrettakos)
  • ③ mi αποκτηνώνομαι become animal-like, lose one's human attributes:
    • αποκτηνώνονται με το πιοτό, τα ναρκωτικά και την ακολασία (Papanoutsos) |
    • σιγά σιγά αποκτηνώνεται, ξεχνάει τη γλώσσα του, χάνει τα ενδιαφέροντά του (Sachinis) |
    • είναι η μόνη χαρά που μου έμεινε, αν την χάσω θ' αποχτηνωθώ (Tsirkas)
  • ⓐ become brutish, unfeeling or inhuman (syn αποθηριώνω 2):
    • σήμερα που έπρεπε να εκτελέσω τον Γ., βρέθηκε ν' ανακαλύψω πως δεν είχα αποκτηνωθεί ολότελα (PIoannides, adapted) |
    • ο αστικός όχλος είχε ολότελα αποκτηνωθεί, ήταν ένα τέρας ανήμερο (Panagiotop) |
    • μάζες ανθρώπινες, απανθρωπίζονται, αποκτηνώνονται μέσα σε μια μιμητική έξαψη (Terzakis)

[fr kath αποκτηνώ ← αποκτηνώ (-όω) PatrG, K]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες