Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποκτήνωση
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποκτήνωση η [apoktínosi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αποκτηνώνω: Ο πόλεμος και η βία οδηγούν τον άνθρωπο στην ~. Tο πολύ πιοτό τον έφερε σε κατάσταση αποκτήνωσης.

[λόγ. < μσν. αποκτήνωσις < αποκτηνω- (δες αποκτηνώνω) -σις > -ση]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποκτήνωση [apoktínosi] η, (& D αποχτήνωση) gen αποκτήνωσης & αποκτηνώσεως, (L)
  • moral or intellectual decadence, degradation, bestiality:
    • η βλακεία, η αποχτήνωση, ο βαθμιαίος υποβιβασμός του ανθρώπινου νου, σε νου ζώου (Xenop) |
    • απουσία τόλμης και διανοητική ραθυμία, που συχνά οδηγεί στην πλήρη ~(Panagiotop) |
    • κάτι που η ~ είκοσι χρόνων πορνείας δεν είχε σκοτώσει (Karagatsis) |
    • ήταν πεσμένος πια στο τελευταίο στάδιο της αποκτήνωσης (id.) |
    • το χρήμα γι' άλλους είναι μέσον αποκτηνώσεως (Kontogiannis)

[fr kath αποκτήνωσις ← MG (9th c.), der of αποκτηνώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες