Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αποκρύβω,
- βλ. αποκρύπτω.
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποκρύβω [apokrívo] (& L αποκρύπτω) ipf απόκρυβα & απόκρυπτα, aor απόκρυψα (subj αποκρύψω), pf & plupf έχω-είχα αποκρύψει, mi αποκρύβομαι & L αποκρύπτομαι, aor αποκρύφτηκα (subj αποκρυφτώ & αποκρυφθώ)
- ① conceal, hide, screen (syn κρύβω):
- οι οικοδομές έχουν αποκρύψει σχεδόν όλη τη θέα (Glezos) |
- το επιτελείο του το αποκρύβαμε σε διάφορα φιλικά σπίτια (ChZalokostas) |
- ο διευθυντής απόκρυβε μέσα στο υπουργείο πομπούς (id.) |
- μια απέραντη γραμμή άχνας αποκρύβει το θαλάσσιο ορίζοντα (Ouranis)
- ⓐ fig cover up, hold back, conceal (near-syn αποσιωπώ):
- ~ την αλήθεια |
- αποκρύβει τα ελαττώματά της |
- ο Σωκράτης αποκρύβει τη γνώση του για τον έρωτα (Theodorakop) |
- θάβανε σαν χριστιανό το νεκρό τους και αποκρύπτανε το θάνατό του (Milioris) |
- εκείνο που δεν πρέπει ν' αποκρύψωμε είναι ότι εδώ βλέπει κανείς μια χαλάρωση του δεσμού (DPolemis) |
- poem τη νύχτα βλέπει όλα τ' αθώρητα | που απόκρυβεν η πλάνα η μέρα (Drosinis)
- ② mi αποκρύβομαι (& L αποκρύπτομαι) hide or conceal o.s. (syn κρύβομαι):
- αποκρύπτομαι από τον εχθρόν |
- για να πετύχει ο ήρωας ένα καθαρά προσωπικό κέρδος, αποκρύπτεται (Maronitis) |
- poem .. πού θ' αποκρυφθείτε | εσείς όλοι, αν οργισθώ; (Solom)
[fr kath αποκρύπτω & postmed (Somavera) αποκρύβω ← MG, PatrG ← K (also pap), AG ἀποκρύπτω]
- ① conceal, hide, screen (syn κρύβω):