Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποκρυφιστής ο [apokrifistís] Ο7 : αυτός που δέχεται τον αποκρυφισμό ή που ασχολείται με αυτόν: Συνάντηση αποκρυφιστών.
[λόγ. αποκρυφ(ισμός) -ιστής μτφρδ. γαλλ. occultiste (-iste = -ιστής)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποκρυφιστής [apokrifistís] ο, (L)
- occultist:
- ανάπτυξα την κοσμοθεωρία μου με βάση τις αρχές του μεγάλου αποκρυφιστή (KPolitis) |
- μας ονομάζουν αποκρυφιστές και μας κατηγορούν για μάγους (id.) |
- η γραμμή τους φτάνει ως τους θεόσοφους και αποκρυφιστές (Theodoridis)
[fr kath (neol) αποκρυφιστής, der of απόκρυφος, w. suff -ιστής]
- occultist: