Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποκρυσταλλώνω [apokristalóno] -ομαι Ρ1 : 1.δίνω σε κτ. μορφή κρυστάλλου. 2. (μτφ.) καταλήγω σε κτ. οριστικά, διαμορφώνω οριστική γνώμη για κτ.: Aποκρυσταλλωμένες ιδέες / απόψεις. Δεν έχω ακόμη αποκρυσταλλώσει γνώμη για το θέμα.
[λόγ. ενεργ. αποκρυσταλλ(ώ) -ώνω < μσν. αποκρυσταλλούμαι `γίνομαι πάγος΄ < απο- κρύσταλλ(ος) -ούμαι σημδ. γαλλ. cristalliser]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποκρυσταλλώνω [apokristalóno] aor αποκρυστάλλωσα (subj αποκρυσταλλώσω), mi αποκρυσταλλώνομαι, aor αποκρυσταλλώθηκα (subj αποκρυσταλλωθώ), pf & plupf έχω-είχα αποκρυσταλλωθεί, (L)
- ① cause to form crystals, crystallize:
- ~ τη ζάχαρη
- ② fig give a definite form or shape, crystallize, fix (near-syn απολιθώνω 2):
- αποκρυσταλλώνει τις απόψεις του στο φιλοσοφικό μύθο του Hρός (Tatakis) |
- να αποκρυσταλλώσει καθένας τη δική του γνώμη (Thrylos) |
- οι ιδιοφυΐες αποκρυσταλλώνουν σαν αυτόματα το πνεύμα της εποχής τους (id.) |
- ο Διδερό αποκρυστάλλωσε τη θεωρία της υποκρισίας (Athanasiadis-N) |
- ο IZ΄ αιώνας αποκρυστάλλωσε τη γαλλική γλώσσα σα μια από τις ωραιότερες αλλά και υπερβολικά πειθαρχημένες γλώσσες του κόσμου (Kanellop)
- ③ mi αποκρυσταλλώνομαι take a definite shape or form, crystallize (near-syn απολιθώνομαι):
- η σκέψη μου δειλιάζει τη στιγμή που πρόκειται να αποκρυσταλλωθεί στο χαρτί (Palam) |
- θα περιορισθώ σε εκείνα που έχουν αποκρυσταλλωθεί ως πορίσματα και αποφάσεις του σεμιναρίου (Sotirakis) |
- στο διάστημα τούτο αποκρυσταλλώνεται η ποιητική προσωπικότητα του Παλαμά (Chourmouzios) |
- η απορία μου αποκρυσταλλώθηκε σε μια εχθρική διάθεση (Theotokas) |
- ο Xριστιανισμός έγινε επίσημη θρησκεία και αποκρυσταλλώθηκε σε δόγμα (Lambridi)
[fr kath αποκρυσταλλώ (-όω) ← MG (schol.) αποκρυσταλλούμαι]
- ① cause to form crystals, crystallize: